- αλευρομαντείον
- ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) [ἀλευρόμαντις]το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλευρομαντεῖα — ἀλευρομαντεῖον divination from flour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλευρόμαντις — ἀλευρόμαντις ( εως), ο (AM) αυτός που ασκεί τη μαντική χρησιμοποιώντας αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + μάντις. ΠΑΡ. μσν. ἀλευρομαντεῖον] … Dictionary of Greek